30.11.2022. Βρυξέλλες. Στον πιο επικίνδυνο και απρόβλεπτο πολυπολικό κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα, οι εμπορικές σχέσεις παραμένουν πρωταρχικής σημασίας. Ωστόσο, δεν μπορούν να διαχωριστούν από τη γεωπολιτική. Πολλοί Ευρωπαίοι πίστευαν επί μακρόν ότι θα μπορούσαν να διαχωριστούν, αλλά ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας ανέδειξε τους κινδύνους που εγκυμονούσε η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ρωσικό φυσικό αέριο και μας έδειξε ότι η προσέγγιση αυτή δεν είναι πλέον βιώσιμη.
Εάν η ΕΕ επιθυμεί να αναγνωριστεί ως πραγματικός γεωπολιτικός παράγοντας, η ενίσχυση της εσωτερικής μας ενότητας δεν θα είναι αρκετή. Πρέπει επίσης να επαναπροσδιορίσουμε τη στρατηγική μας πυξίδα, χρησιμοποιώντας τα πολιτικά και οικονομικά μας μέσα με πιο συνεκτικό τρόπο και εντοπίζοντας αποτελεσματικότερα όχι μόνο τους κινδύνους αλλά και τις ευκαιρίες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υποστήριξα από την αρχή της θητείας μου ότι η Ευρώπη πρέπει να εμβαθύνει τους δεσμούς της με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής.
Για να κάνουμε το ποιοτικό άλμα που χρειαζόμαστε, θα πρέπει να ενισχύσουμε τον πολιτικό διάλογο στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Ωστόσο, για να εξασφαλίσουμε την αξιοπιστία των προσπαθειών μας, πρέπει επίσης να ολοκληρώσουμε τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων συμφωνιών σύνδεσης με το Μεξικό και τη Χιλή, να υπογράψουμε τη συμφωνία που θα διαδεχθεί τη συμφωνία του Κοτονού, με την κοινότητα Αφρικής–Καραϊβικής–Ειρηνικού, την οποία έχουμε ήδη διαπραγματευτεί, να επικυρώσουμε τη συμφωνία σύνδεσης με τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής και να οριστικοποιήσουμε τη συμφωνία ΕΕ-Mercosur.
Μολονότι το εμπόριο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε όλες αυτές τις συμφωνίες, καμία δεν μπορεί να εκληφθεί απλώς ως μια εμπορική συμφωνία. Η πιο σύνθετη από αυτές τις συμφωνίες είναι η συμφωνία με τη Mercosur, την οποία διαπραγματευόμαστε εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι μια εικοσαετία δεν είναι τίποτε, αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι ένα υπερβολικά μακρύ διάστημα.
Κατά την επίσκεψή μου στη Νότια Αμερική τον περασμένο μήνα, είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με ηγέτες από την Αργεντινή, την Παραγουάη καθώς και την Ουρουγουάη, η οποία ασκεί επί του παρόντος την εκ περιτροπής Προεδρία της Mercosur. Πιο πρόσφατα, συγχάρηκα τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Βραζιλίας Luiz Inácio Lula da Silva για την εκλογή του. Σε όλες αυτές τις συζητήσεις, η συμφωνία ΕΕ-Mercosur βρέθηκε στο προσκήνιο. Επιδίωξα να μεταφέρω στους εκεί ηγέτες το μήνυμα ότι η πολιτική βούληση για οριστικοποίηση αυτής της αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας παραμένει καθόλα ζωντανή.
Ομολογουμένως, γίνεται κατάχρηση της λέξης «στρατηγική». Ωστόσο, στην περίπτωση της συμφωνίας ΕΕ-Mercosur, είναι η πλέον κατάλληλη. Αν και ορισμένοι θα μπορούσαν να αντιταχθούν σε αυτήν —επικαλούμενοι την ύπαρξη αντικρουόμενων συμφερόντων— υπάρχουν ισχυρότατα επιχειρήματα υπέρ της οριστικοποίησης της εν λόγω συμφωνίας.
Κατ΄ αρχάς, η συμφωνία ΕΕ-Mercosur είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια εμπορική συμφωνία. Πρόκειται για ένα βαθιά πολιτικό μέσο το οποίο, με την προώθηση του διαλόγου και της συνεργασίας, θα σφυρηλατήσει μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ δύο περιφερειών που συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον ευθυγραμμισμένων στον κόσμο όσον αφορά τα συμφέροντα και τις αξίες, και οι οποίες συμμερίζονται ένα παρόμοιο όραμα για το είδος των κοινωνιών που επιθυμούμε.
Επιπλέον, επιδιώκουμε, εκατέρωθεν του Ατλαντικού, να ενισχύσουμε τη στρατηγική μας αυτονομία και να βελτιώσουμε την οικονομική μας ανθεκτικότητα μειώνοντας τις υπερβολικές εξαρτήσεις. Ωστόσο, αυτονομία δεν σημαίνει απομόνωση. Αντιθέτως, σημαίνει διαφοροποίηση των αλυσίδων αξίας, η οποία με τη σειρά της απαιτεί συνεργασία με αξιόπιστους οικονομικούς και πολιτικούς εταίρους.
Η συμφωνία ΕΕ-Mercosur θα είναι η μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία που θα έχει συνάψει ποτέ η ΕΕ, φέρνοντας σε επαφή δύο από τους μεγαλύτερους εμπορικούς συνασπισμούς στον κόσμο — με συνολικό πληθυσμό άνω των 700 εκατομμυρίων κατοίκων. Θα αποτελέσει επίσης την πρώτη συνολική εμπορική συμφωνία της Mercosur, γεγονός που θα ενισχύσει την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης ομάδας κρατών.
Οι κοινοί κανόνες θα ανοίξουν τις πόρτες μεταξύ των μεγάλων αγορών μας και θα δημιουργήσουν πραγματικές ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις και των δύο πλευρών, στηρίζοντας τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. Αναγνωρίζοντας ότι βρισκόμαστε σε οικονομικά ασύμμετρες καταστάσεις, διευκρινίζεται στη συμφωνία ότι το εμπόριο θα ανοίξει σταδιακά, ώστε να δοθεί χρόνος στους σχετικούς τομείς να εκσυγχρονιστούν και να καταστούν ανταγωνιστικοί.
Οι χώρες της Mercosur επιδιώκουν να πραγματοποιήσουν περισσότερες εξαγωγές στην Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα επιθυμούν να αποφύγουν να καταστούν απλά και μόνο εξαγωγείς εξορυκτικών πόρων. Σκοπεύουν να αναπτύξουν την παραγωγική και την εξαγωγική τους ικανότητα, προσθέτοντας αξία στους φυσικούς πόρους μέσω της καινοτομίας και της τεχνολογίας, τηρώντας παράλληλα αυστηρά κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα.
Ένα τρίτο επιχείρημα υπέρ της συμφωνίας ΕΕ-Mercosur έγκειται στη δυνατότητά της να προωθήσει τη δράση για το κλίμα και την προστασία του περιβάλλοντος. Πράγματι, η πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2019 μεταξύ της ΕΕ και της Mercosur ήταν από τις πρώτες συμφωνίες αυτού του είδους που εμπεριείχε αναφορά στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Ωστόσο, στην Ευρώπη υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τον βαθμό αυτής της δέσμευσης, δεδομένης ιδίως της επιτάχυνσης της αποψίλωσης των δασών στον Αμαζόνιο τα τελευταία χρόνια. Ορισμένοι στην Ευρώπη υποστηρίζουν ότι η αυτόνομη νομοθεσία της ΕΕ θα ήταν ο μόνος αξιόπιστος τρόπος για την επίτευξη προόδου. Δεν μπορούμε όμως να απομονωθούμε και ταυτόχρονα να αλλάξουμε τον κόσμο.
Το κανονιστικό μας πλαίσιο πρέπει να συνοδεύεται από περισσότερο διεθνή διάλογο και συνεργασία, με επίκεντρο την αποσαφήνιση των κοινών δεσμεύσεων και την οικοδόμηση πιο βιώσιμων αλυσίδων αξίας.
Ο εκλεγείς Πρόεδρος Lula κατέστησε σαφή την επιθυμία του να υπερασπιστεί τη δημοκρατία της Βραζιλίας, να θεραπεύσει τα τραύματα της κοινωνίας της, να προωθήσει την κοινωνική δικαιοσύνη και να τονώσει την οικονομία, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την κλιματική αλλαγή και την αποψίλωση των δασών στον Αμαζόνιο. Η συμφωνία με την ΕΕ θα στηρίξει την προσπάθεια αυτή, παρέχοντας τη δυνατότητα για ανταλλαγή γνώσεων, βελτίωση των προτύπων, ενίσχυση της προστασίας του περιβάλλοντος και βιώσιμους τρόπους παραγωγής. Η ευρωπαϊκή πλευρά θα προτείνει ένα πρόσθετο μέσο που θα προσδιορίζει τις κοινές μας δεσμεύσεις για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Τέλος, η συμφωνία ΕΕ-Mercosur δεν αποτελεί μία κατάληξη αλλά μία αρχή. Σηματοδοτεί την έναρξη μιας κοινής πορείας και δημιουργεί το θεσμικό πλαίσιο που απαιτείται για τη διευκόλυνση της συνεργασίας σε ευρύ φάσμα τομέων αμοιβαίου ενδιαφέροντος, από την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη βιώσιμη ανάπτυξη έως τη ρύθμιση της ψηφιακής οικονομίας και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η συμφωνία αυτή θα ενισχύσει τις σχέσεις μας όχι μόνο μεταξύ κυβερνήσεων και θεσμικών οργάνων, αλλά και μεταξύ των κοινοβουλευτικών, της κοινωνίας των πολιτών, επιχειρηματιών, φοιτητών, πανεπιστημίων, επιστημόνων και δημιουργών.
Είναι καιρός να εγκαταλειφθούν οι βραχυπρόθεσμες τακτικές. Σε έναν κόσμο κολοσσών, η ΕΕ και η Mercosur αντιπροσωπεύουν από κοινού μόλις το 10 % του παγκόσμιου πληθυσμού και το 20 % του παγκόσμιου ΑΕΠ. Συνεπώς, εάν η Ευρώπη και η Mercosur επιθυμούν να ασκήσουν επιρροή, η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Mercosur αποτελεί στρατηγική επιταγή. Η βραζιλιάνικη Προεδρία της Mercosur και η ισπανική Προεδρία της ΕΕ που ξεκινά στο δεύτερο εξάμηνο του 2023, προσφέρουν μια μεγάλη ευκαιρία για να δοθεί η ώθηση που χρειάζεται στη σχέση ΕΕ-Mercosur.