Πώς να περιγράψεις τη φωνή της: επιβλητική, αγέρωχη, ικανή να ενθουσιάζει και να ξεσηκώνει. Και άλλες στιγμές αραχνοΰφαντα ευαίσθητη, να σε κάνει να κλαις, να ονειροπολείς, να γαληνεύεις. Ευτυχώς που τα τραγούδια δεν φεύγουν μαζί με τους τραγουδιστές. Η Μερσέδες Σόσα έφυγε από τη ζωή την περασμένη Κυριακή, αλλά μας άφησε τον θησαυρό των τραγουδιών της. Μια πολύτιμη κληρονομιά για την πατρίδα της, την Αργεντινή, και για όλο τον κόσμο.
Η «Negra Sosa», όπως την έλεγαν για τα κατάμαυρα μαλλιά της και την ινδιάνικη καταγωγή της, ήταν μια γυναίκα γενναιόδωρη σαν τη φωνή της, προικισμένη με ανεπιτήδευτη αξιοπρέπεια και μια ανθρώπινη ζεστασιά που την έκανε αμέσως αγαπητή σε όσους τη γνώριζαν. Το πολύτιμο μέταλλο της φωνής της συνδυαζόταν με μια προσωπικότητα που έδινε στις ερμηνείες της μοναδική εκφραστική δύναμη. Στο πάνθεον των τραγουδιστών που ξεπερνούν τα σύνορα της γεωγραφίας και της γλώσσας, η Μερσέδες Σόσα κατέχει μια ξεχωριστή θέση.
Διεθνής απήχηση
Μεγάλοι τραγουδοποιοί της Λατινικής Αμερικής, όπως η Βιολέτα Πάρα, ο Αταουάλπα Γιουπάνκι, ο Αριέλ Ραμίρες, ο Οράσιο Γκουαρανί, βρήκαν στις ερμηνείες της το όχημα που ταξίδεψε τα τραγούδια τους σ’ όλο τον κόσμο. Η απήχησή της αυτή, βέβαια, δεν οφειλόταν μόνο στην έξοχη φωνή της, αλλά και στην ποιότητα του τραγουδιού που υπηρέτησε: το «τραγούδι που σκέφτεται», που αγκαλιάζει τον ανθρώπινο πόνο, που εξεγείρεται απέναντι στην κοινωνική αδικία. Η ίδια ταυτιζόταν με την επιλογή της αυτή, όπως την ακούμε να λέει στο DVD που συνοδεύει την τελευταία της δουλειά, το άλμπουμ «Cantora»: «Τούτα τα βραβεία που βρίσκονται κρεμασμένα στους τοίχους του σπιτιού μου δεν είναι μόνο επειδή τραγουδάω, αλλά επειδή σκέφτομαι. Σκέφτομαι τα ανθρώπινα πλάσματα, σκέφτομαι την αδικία. Αν δεν σκεφτόμουν έτσι, άλλο θα ήταν το πεπρωμένο μου. Θα ήμουν μια συνηθισμένη τραγουδίστρια».
Η Μερσέδες Σόσα γεννήθηκε το 1935 στο Σαν Μιγκέλ του Τουκουμάν, στη βόρεια Αργεντινή. Παιδί φτωχής οικογένειας με καταγωγή από ιθαγενείς κέτσουα και Γάλλους μετανάστες, άρχισε από μικρή να τραγουδάει και να χορεύει παραδοσιακούς χορούς. Στα 15 της κέρδισε σε διαγωνισμό τραγουδιού που διοργάνωσε ένας τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός. Το βραβείο, ένα συμβόλαιο για να τραγουδάει σε εκπομπές του σταθμού, της έδωσε την ευκαιρία να περάσει στον επαγγελματικό στίβο.
«Νουέβα κανσιόν»
Μετά τον γάμο της με τον μουσικό Μανουέλ Οσκαρ Ματούς, οι δυο τους άρχισαν να αναζητούν νέους μουσικούς δρόμους. Η αναζήτηση αυτή τους οδήγησε να πρωτοστατήσουν στο κίνημα της «νουέβα κανσιόν» («νέο τραγούδι») που ξεκινούσε τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με στόχο να ανανεώσει την παράδοση των τροβαδούρων της Λατινικής Αμερικής εστιάζοντας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και αντανακλώντας τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες που συνεχώς εντείνονταν σε όλη τη νοτιοαμερικανική ήπειρο.
Διαλέγοντας τραγούδια που ταίριαζαν στη φωνή της, η Μερσέδες Σόσα συνέβαλε όσο λίγοι στη δημοτικότητα του κινήματος. Εδωσε απαράμιλλες ερμηνείες στον ύμνο της ζωής «Gracias a la Vida» που έγραψε και πρωτοτραγούδησε η Βιολέτα Πάρα, στο «Si se calla el cantor» του Οράσιο Γκουαρανί, στην «Alfonsina y el Mar», το πανέμορφο τραγούδι του Αριέλ Ραμίρες και του Φέλιξ Λούνα. Και συνεργάστηκε με τον μεγάλο τροβαδούρο της Αργεντινής, τον Αταουάλπα Γιουπάνκι, ερμηνεύοντας φημισμένα τραγούδια του – «Los Hermanos», «Duerme negrito», «Luna Tucumana».
Στη διάρκεια της μακρόχρονης διαδρομής της, ηχογράφησε πάνω από πενήντα άλμπουμ και συνεργάστηκε με μια πλειάδα γνωστών καλλιτεχνών –Τζόαν Μπαέζ, Λούτσιο Ντάλα, Στινγκ, Αλφρέντο Κράους, Λουτσιάνο Παβαρότι, Καετάνο Βελόζο, Τσίκο Μπουάρκε, Σίλβιο Ροντρίγκες, Χουάν Μανουέλ Σεράτ– ενώ συμμετείχε στις πρώτες μαραθώνιες συναυλίες που διοργανώθηκαν για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είχε έρθει για συναυλίες και στην Ελλάδα, με τελευταία φορά το 2001 στη Θεσσαλονίκη και στο Λυκαβηττό.
Τραγούδησε μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και συνεργάστηκε δισκογραφικά με τη Νάνα Μούσχουρη, αλλά και με τους Απουρίμακ, ερμηνεύοντας ένα τραγούδι στον δίσκο τους «Βράχια γυμνά». Η Μερσέδες Σόσα αναγκάστηκε να φύγει για ένα διάστημα από την πατρίδα της, τον καιρό που κυβερνούσε η στρατιωτική δικτατορία, υπεύθυνη για τον θάνατο και την «εξαφάνιση» δεκάδων χιλιάδων Αργεντινών.
Μετά το πραξικόπημα του 1976, παρέμεινε αρχικά στη χώρα, παρ’ ότι τα τραγούδια της είχαν απαγορευθεί και η ίδια είχε γίνει στόχος παρενοχλήσεων. Μέχρι που, το 1979, σε μια συναυλία στο πανεπιστήμιο του Λα Πλάτα, την συνέλαβαν πάνω στη σκηνή και την οδήγησαν στα κρατητήρια. Η διεθνής φήμη της την έσωσε από τα χειρότερα, αλλά λίγες μέρες αργότερα έφυγε για να ζήσει αυτοεξόριστη στο Παρίσι και κατόπιν στη Μαδρίτη.
Το 1982 επέστρεψε στην Αργεντινή, λίγους μήνες πριν η χούντα δώσει την αφορμή για τον πόλεμο των Φόκλαντ. Μετά τη συντριπτική ήττα, το στρατιωτικό καθεστώς ψυχορραγούσε. Στο Τεάτρο Κολόν, την Οπερα του Μπουένος Αϊρες, η Σόσα έδωσε πάνω από δέκα κοντσέρτα με την αίθουσα γεμάτη ενθουσιώδεις θεατές. Με την επάνοδο της δημοκρατίας, οι ζωντανές ηχογραφήσεις αυτών των συναυλιών εκδόθηκαν σε δίσκους.
Ηταν ιδιαίτερα αγαπητή στους κύκλους των νέων μουσικών της Λατινικής Αμερικής, στους οποίους πάντα προσέφερε γενναιόδωρη υποστήριξη. Στο τελευταίο άλμπουμ της, την «Cantora», πολλοί από αυτούς προσφέρθηκαν να τραγουδήσουν μαζί της, ανάμεσά τους η νεαρή Κολομβιανή σταρ Σακίρα. Ο δίσκος είναι τώρα υποψήφιος για Latin Grammy 2009, βραβείο που έχει απονεμηθεί στη Σόσα τρεις φορές, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα διεθνή βραβεία.
Aνεκτίμητος θησαυρός
Τον τελευταίο καιρό, πολύ άρρωστη και κουρασμένη, διαβεβαίωνε πως είναι ευτυχισμένη, περιτριγυρισμένη από αγάπη. «Είμαι τυχερή», έλεγε γελώντας, «αλλά αυτό μου κόστισε πολύ…». Το βέβαιο είναι πως η Negra Sosa αγωνίστηκε μέχρι το τέλος για να τηρήσει αυτό που είχαν υποσχεθεί οι δημιουργοί του «Nuevo Cancionero» το 1964: να ανανεώσουν το παραδοσιακό τραγούδι της Αργεντινής έτσι ώστε «να ενσωματωθεί στη ζωή των ανθρώπων, εκφράζοντας τα όνειρα και τις χαρές τους, τους αγώνες και τις ελπίδες τους».
Οι χιλιάδες συμπατριώτες της που τη συνόδευσαν κλαίγοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας στο κοιμητήριο La Chacarita, όπου υπάρχει και ο τάφος του Κάρλος Γκαρντέλ, ήξεραν ότι άφησε σ’ εκείνους και σ’ όλο τον κόσμο έναν ανεκτίμητο πλούτο. Και την αποχαιρέτισαν με βροχή από λουλούδια και μ’ ένα μεγάλο ευχαριστώ: «Gracias Negra!».
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ